γαργαλιέμαι

γαργαλιέμαι
γαργαλιέμαι, γαργαλήθηκα βλ. πίν. 59

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ …   Dictionary of Greek

  • κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”